- κυκνοκάνθαρος
- κυκνο-κάνθᾰρος, ὁ, a kind of shipA between
κύκνος 11
andκάνθαρος 111
, Nicostr.Com.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κύκνος 11
andκάνθαρος 111
, Nicostr.Com.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυκνοκάνθαρος — κυκνοκάνθαρος, ὁ (Α) είδος πλοίου τού οποίου το σχήμα εμφανίζει κοινά στοιχεία με δύο άλλα είδη πλοίων, τον κύκνο και τον κάνθαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + κάνθαρος, είδος αρχ. πλοίων] … Dictionary of Greek
κυκνοκάνθαρος — between masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκνος — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 249 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 22 χλμ. ΒΔ της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. Βρίσκεται ανάμεσα στον… … Dictionary of Greek